- αιθέρας
- Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5-Ο-C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό πήρε και την ονομασία θειικός α.). Ο α. αποτελεί άριστο διαλυτικό μέσο οργανικών και ανόργανων ουσιών. Χρησιμοποιείται ως αναισθητικό (ο πρώτος που τον χρησιμοποίησε ήταν ο Αμερικανός γιατρός Κρόφορντ Λονγκ το 1842) και, σε βιομηχανική κλίμακα, στην επεξεργασία υδρογονανθράκων για την αφαίρεση ολεφινών και αρωματικών υδρογονανθράκων από τα λιπαντικά έλαια. Βλ. λ. αιθέρες. κοσμικός α. Φανταστικό υλικό, την ύπαρξη του οποίου υπέθεσαν οι φυσικοί που υποστήριζαν την κυματική φύση του φωτός, για να εξηγήσουν τη διάδοση των φωτεινών κυμάτων στον κοσμικό χώρο.
Τα φωτεινά κύματα τα ερμήνευαν ως κλασικά κύματα και τον κοσμικό α. τον φαντάζονταν ως υλικό συστατικό με αντιφατικές ιδιότητες: εξαιρετικά ελαφρύ που να μπορεί να διεισδύει σε όλο το σύμπαν και ταυτόχρονα να έχει υλικότητα απαραίτητη για τη διάδοση των εγκάρσιων κυμάνσεων (βλ. λ. πόλωση) του φωτός. Η άκρα συμβατικότητα της υπόθεσης, στην οποία ήταν υποχρεωτικό να φτάσουν, αποκάλυψε την ανεπάρκεια των θεωριών της μηχανικής.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αι., αφού αποσαφηνίστηκε χάρη στον Μάξγουελ η ηλεκτρομαγνητική φύση του φωτός, εξέλειψε η ανάγκη να προσδίδεται στον α. υλική υφή με ειδικές μηχανικές ιδιότητες και έτσι θεωρήθηκε απλώς ως ο υλικός φορέας, ο απαραίτητος για τη διάδοση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.
Πολυάριθμοι και προσεκτικοί πειραματισμοί που έγιναν για να μελετηθεί η συμπεριφορά του α., απέδειξαν ότι δεν παρασύρεται από τα υλικά σώματα τα οποία κινούνται. Έτσι έφτασαν να θεωρήσουν όλον τον κοσμικό χώρο γεμάτο από ακίνητο α., μέσα στον οποίο και σε σχέση προς τον οποίο κινούνται όλα τα υλικά σώματα. Με την παραδοχή αυτής της υπόθεσης έφτασαν στο συμπέρασμα ότι η ταχύτητα του φωτός θα έπρεπε να είναι διαφορετική ανάλογα με το αν το σώμα κινείται προς τη φωτεινή πηγή ή σε αντίθετη φορά. Το περίφημο πείραμα των Μίκελσον και Μόρλεϊ, που επαναλήφθηκε σε διάφορες εποχές και με διάφορους τρόπους, απέδειξε κατά τρόπο αναμφισβήτητο το αβάσιμο της υπόθεσης αυτής και οδήγησε στην άρνηση της παραδοχής της ιδέας του κοσμικού α., προβάλλοντας προβλήματα που βρήκαν τη λύση τους με τη θεωρία της σχετικότητας.πετρελαϊκός α. Προϊόν απόσταξης του ακάθαρτου πετρελαίου, γνωστό κυρίως ως γκαζολίνη. Έχει ειδικό βάρος 0,66 gr/cm3, σημείο ζέσης 40-70°C και αποτελείται κυρίως από πεντάνια και εξάνια. Χρησιμοποιείται ως διαλυτικό μέσο αλλά χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή γιατί αν έλθει σε επαφή με το οξυγόνο προκαλεί έκρηξη.
(Φιλοσ.) Για την έννοια του α. στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, βλ. λ. αιθήρ.
* * *ο (Α αἰθήρ, -έροςστον Όμηρο θηλυκό, στον Ησίοδο και τους Αττικούς αρσενικό)1. το ανώτατο στρώμα τής ατμόσφαιρας, όπου ο αέρας είναι λεπτότατος και διαυγής2. (στον εν. ή στον πληθ.) ο ουρανόςνεοελλ.Χημ.1. άχρωμο υγρό με χαρακτηριστική οσμή, που εξατμίζεται και αναφλέγεται εύκολα2. στον πληθ. αἰθέρεςκατηγορία οργανικών ενώσεωναρχ.1. αέρας2. κλίμα3. ατμώδης πνοή που βγαίνει από το στόμα τού Κύκλωπα4. Φιλοσ. το πέμπτο στοιχείο τής φύσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἰθὰρ αποτελεί μεταρρηματικό παράγωγο τού αἴθω*, σχηματισμένο με το επίθημα -ερ- (αἴθ-ω > αἰθ-έρ-ος, θ. αἰθερ-)ο τ. αἰθὴρ πλάστηκε αναλογικά προς το ἀήρ (βλ. λ. αέρας), γι' αυτό και η/ο αἰθὴρ όπως και η/ο ἀήρ. Από τη μηδενισμένη βαθμίδα (-ρ-) τού σχηματιστικού επιθήματος -ερ- προήλθαν διάφορα παράγωγα τού αἰθήρ: αἴθ-ρ-η/α, αἴθ-ρ-ιος, αἴθ-ρ-ος, αἰθ-ρ-εῖ κ.ά. (για τον σχηματισμό πρβλ. πα-τέρ-α: πά-τρ-ιος, πά-τρ-α, πα-τρ-ιὰ κ.τ.ό.).ΠΑΡ. αἰθέριος, αἰθεριώδης, αἰθεροειδής αρχ. αἰθεροῦμαι, αἰθερώδης, αἴθρη, αἴθριος, αἶθρος.ΣΥΝΘ. αρχ. αἰθερεμβατῶ, αἰθεροβόσκας, αἰθεροδινής, αἰθερολαμπής, αἰθερολόγος, αἰθερονόμος, αἰθερόπλαγκτοςαρχ.-μσν.αἰθεροδρόμοςμσν.αἰθεροβάμων, αἰθεροπόρος, αἰθερόφοροςνεοελλ.αιθεροβάτης, αιθερόλαμνος, αιθερομανής, αἰθερομανία, αιθερόμορφος, αιθερόπλαστος, αιθεροπλόος, αιθεροποσία, αιθεροπότης, αιθερούχος].
Dictionary of Greek. 2013.